τεκμηριωτικός

τεκμηριωτικός
-ή, -ό, Ν [τεκμηριώνω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεκμηρίωση ή αυτός που τεκμηριώνει (α. «τεκμηριωτική εργασία» β. «τεκμηριωτική ανάλυση»)
2. φρ. «πρωτογενής τεκμηριωτική εργασία»
(πληροφ.) η κατάρτιση για λογαριασμό ορισμένου χρήστη ενός φακέλλου για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα με πληροφορίες που διευκρινίζουν το θέμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”